Γράφει ο Θεόδωρος Γ. Γκέγκας, Πνευμονολόγος – Φυματιολόγος

Το κάπνισμα τσιγάρου είναι από τις πιο διαδεδομένες συνήθειες του σύγχρονου κόσμου. Στην Ελλάδα, το ποσοστό των καπνιστών ανέρχεται σε 37.6% (46.8% στους άνδρες, 29.7% στις γυναίκες) δυστυχώς από τα υψηλότερα ποσοστά στην Ευρώπη. Στην πραγματικότητα το κάπνισμα είναι κάτι πολύ σοβαρότερο από μια απλή «συνήθεια». Είναι ΕΘΙΣΜΟΣ, συγκεκριμένα στη νικοτίνη.

Όπως ισχύει για τους περισσότερους εθισμούς,  ο εθισμός στη νικοτίνη έχει τρία βασικά χαρακτηριστικά:

  1. Ευχάριστη αίσθηση κατά την πρόσληψη,
  2. Δημιουργία ανοχής με αποτέλεσμα ο καπνιστής να χρειάζεται περισσότερη νικοτίνη για να επιτύχει αυτή την ευχάριστη αίσθηση και
  3. Δυσάρεστα συμπτώματα στέρησης κατά την αποχή από τη νικοτίνη.

Ως εκ τούτου η διακοπή του καπνίσματος καθίσταται ιδιαίτερα δύσκολη ακόμα και για τον καπνιστή που θέλει συνειδητά να διακόψει. Ιδιαίτερα αν λάβουμε υπόψη ότι εκτός από τον βιοχημικό εθισμό στη νικοτίνη, σημαντικό ρόλο παίζουν και ψυχολογικοί παράγοντες, η ρουτίνα της συνήθειας κλπ. Μάλιστα, λόγω του φαινομένου, πολλοί καπνιστές να διακόπτουν αλλά τελικά να ξαναρχίζουν το κάπνισμα και συχνά πάνω από μία φορά, η επιστημονική κοινότητα πλέον ονομάζει το κάπνισμα όχι απλά εθισμό αλλά «χρόνια υποτροπιάζουσα νόσο».

Ωστόσο, οι έντονα βλαπτικές συνέπειες του καπνίσματος στην υγεία του καπνιστή (και όχι μόνο – βλέπε παθητικό κάπνισμα) είναι πλέον αποδεδειγμένες. Στεφανιαία νόσος και άλλα αγγειακά νοσήματα, καρκίνοι (πνεύμονα, στοματικής κοιλότητας, λάρυγγα, οισοφάγου κ.α.), χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια (ΧΑΠ), στυτική δυσλειτουργία, διαταραχές εμμήνου ρύσης και γονιμότητας, στην εγκυμοσύνη αυξημένος κίνδυνος αποβολής, πρόωρου τοκετού ή χαμηλού βάρους νεογνού είναι οι πιο συχνές από τις επιπτώσεις του καπνίσματος στην υγεία. Με αυτό ως δεδομένο, είναι εξαιρετικά σημαντικό κάθε καπνιστής να προτρέπεται στο να διακόψει και κάθε καπνιστής που θέλει αλλά αδυνατεί να διακόψει μόνος του, να λαμβάνει ιατρική βοήθεια.

Και ποια είναι η βοήθεια που μπορεί να δώσει ο εξειδικευμένος ιατρός στον «ασθενή»/καπνιστή; Η θεραπεία είναι αντικείμενο των πνευμονολόγων και γίνεται στα ειδικά ιατρεία διακοπής καπνίσματος. Πλέον το θέμα της διακοπής καπνίσματος έχει μελετηθεί εκτεταμένα και υπάρχουν διάφορες μέθοδοι υποστήριξης του καπνιστή που θέλει να διακόψει. Πρώτη προϋπόθεση, όπως αναφέρθηκε, είναι ο ίδιος ο καπνιστής να έχει αποφασίσει να διακόψει, είτε μόνος του, από την πληροφόρησή του για τις επιπτώσεις του καπνίσματος, είτε μετά από σχετική συζήτηση με τον ιατρό του. Έχει παρατηρηθεί ότι μία ολιγόλεπτη συζήτηση με τον εξειδικευμένο ιατρό αρκεί για να θέσει τις βάσεις μιας σωστής θεραπείας.

Από την λήψη του ιστορικού και με τις κατάλληλες ερωτήσεις ο ιατρός μπορεί να αξιολογήσει τον τύπο και την ένταση του εθισμού και σε συνεργασία με τον καπνιστή (επίσης απαραίτητη προϋπόθεση επιτυχίας η καλή συνεργασία και η αμοιβαία εμπιστοσύνη) να προχωρήσει εξατομικευμένα στην επιλογή των μεθόδων που θα φέρουν το επιθυμητό αποτέλεσμα. Οι μέθοδοι, χονδρικά, χωρίζονται σε μη φαρμακευτικές (συμβουλευτική υποστήριξη, συμπεριφορικές παρεμβάσεις, δηλαδή παρεμβάσεις σε συμπεριφορές που ο καπνιστής συσχετίζει με το κάπνισμα κλπ) και φαρμακευτικές (υποκατάστατα νικοτίνης σε διάφορες μορφές, βουπροπιόνη, βαρενικλίνη).

Μετά την θεραπεία, που συνήθως διαρκεί 3 μήνες, τα ποσοστά επιτυχίας ανέρχονται στο 65%. Το μεγαλύτερο μέρος των καπνιστών που θα ξανακαπνίσουν παρά την θεραπεία, υποτροπιάζουν εντός του έτους. Αυτό δείχνει ότι η συνέχιση της αποχής από το κάπνισμα για έναν πρώην καπνιστή είναι συχνά δύσκολη και χρειάζεται προσοχή από τον ίδιο αλλά και συνέχιση της παρακολούθησης ανά τακτά διαστήματα αν ο ίδιος το επιθυμεί, ώστε να αποφευχθεί η υποτροπή.